Η σπηλιά του Κύκλωπα
Σαν το χαμπάριασε ο Πολύφημος
(ο μέγας Κύκλωπας, του Ποσειδώνα ο γιος)
πως μέσα στη σπηλιά του είχανε μπει κλεφτρόνια
(οι ταλαίπωροι οι σύντροφοι του Οδυσσέα)
και πως του πίνανε το γάλα απ’ τις κατσίκες,
γίνηκε έξαλλος από θυμό.
Μεμιάς άρπαξε δυο από δαύτους και τους έκαμε μια χαψιά,
κατόπιν με βράχο θεόρατο έφραξε την είσοδο της σπηλιάς·
«με το ξημέρωμα θα σας φάω όλους σας…» μούγκρισε
κι έπειτα, τύφλα στο μεθύσι όπως ήτανε, ξεράθηκε στον ύπνο.
Και ζούφωξαν σε μια γωνιά οι σύντροφοι
γεμάτοι τρόμο ανείπωτο…
Κι άρχισαν τη μοίρα τους να κλαίνε
και βλαστημούσαν μέσα τους που δεν ακολούθησαν
τον βασιλιά Δυσσέα στα βάθη της Ασίας:
τους είχε τάξει νέες πολιορκίες και σφαγές και πλιάτσικο ατέλειωτο
ο πολυμήχανος – μα κείνοι είχαν κουραστεί
και θέλανε να γυρίσουν στην πατρίδα…
Και τώρα να: αντί για το ζεστό κρεβάτι του παλιού σπιτιού τους,
θα κατέληγαν στο στομάχι του απαίσιου του Κύκλωπα…
Μα ξύπνησε ξεμέθυστος τ’ άλλο πρωί ο μονόφθαλμος ο γίγαντας
κι όπως τους είδε κολλημένους στη γωνιά τους
να σπαρταρούνε απ’ τον φόβο
τους μίλησε με λόγια σταράτα και λογικά –
α, τύχη ανέλπιστη:
«Καθίστε στη σπηλιά μου, μικρά ανθρωπάκια,
ανάψτε μου καντήλια, μάθετε από στήθους το Πιστεύω
ή κάποιον Ύμνο, τέλος πάντων –το ίδιο μου κάνει–,
σκαρώστε τραγούδια που νανουρίζουν τον ύπνο μου,
σκαρώστε παραμύθια που θα γλυκαίνουν τη μούγγα σας,
μετά θάνατον ζωές, τελικές κρίσεις και τα λοιπά…
Κάποτε κάποτε θα τρώω έναν δύο από εσάς –
έτσι για να μην ξεχνιόμαστε…
Κατά τα άλλα θα ‘χετε αποφάγια για να χορταίνετε την πείνα σας,
θα αυξάνεστε και θα πληθύνεστε – πώς να το πω,
θα ε π ι ζ ή σ ε τ ε μέσα στη ζέστα της σπηλιάς μου,
έστω, μέσα στη ζέστα της κοπριάς –
με τα λόγια θα παίζουμε;»
Τέτοια ο Πολύφημος·
κι οι σύντροφοι ακούνε τα λεγόμενά του
και σκύβουν το κεφάλι – πώς αλλιώς;
Και ευγνωμονούν την τύχη τους που άλλαξε
και γλύτωσαν προς το παρόν
(ναι, π ρ ο ς τ ο π α ρ ό ν – αυτό μας καίει τώρα·
στο μέλλον βλέπουμε…)
Έτσι περνάν τα χρόνια –
κι έτσι επιβιώνουν οι σύντροφοι
αυξάνονται, πληθύνονται, κατασπαράζονται,
όλα μες στη σπηλιά.
Το φως του ήλιου δεν το βλέπουν –
τι το θες και το φως του ήλιου…
Ώσπου μια νύχτα, κάποτε, κάτι νεαροί,
κάτι ανώριμα αμούστακα παιδαρέλια
που μόνο της σπηλιάς τη σκοτεινιά έχουν γνωρίσει
φλέγονται από τον πόθο να βγούνε έξω – να κάμουν τι οι ηλίθιοι;
Κι ενώ κοιμάται ο Πολύφημος,
βλέπουν μέγα κλαδί αγριελιάς και κάνουν σκέψεις:
πώς θα το πελεκήσουν με τα μαχαίρια τους,
πώς θα το πυρώσουν με τη φωτιά…
Όμως δεν θα κρατήσει για πολύ ο ενθουσιασμός –
ξάγρυπνος γέρος, από εκείνους τους πρώτους
που μπήκανε στη σπηλιά πριν από τόσα χρόνια,
με το λοξό μάτι της πείρας τούς κοιτάζει
και μαντεύει τις σκέψεις τους κι ευθύς τους προσγειώνει:
«Ξεχάστε τα ονείρατα και τις φαντασιώσεις, παλικάρια·
έξω υπάρχουν μαύρες θάλασσες, οργισμένοι Ποσειδώνες,
Κίρκες που κάνουν τους ανθρώπους γουρούνια,
Σειρήνες, Σκύλες, Χάρυβδες – χάλια μαύρα…
Κι ακόμη: και παγωνιά και ξηρασία
και πανούκλα που σωριάζει τα κορμιά στα πεζοδρόμια·
κοντολογίς, βέβαιος χαμός, τι να τα λέμε…
Γι’ αυτό σας λέω,
καλά είναι μέσα στη σπηλιά του Κύκλωπα·
αφήστε τα κλαδιά αγριελιάς στην άκρη
και δείτε όνειρα με ήλιο πλαγιάζοντας
στη ζέστα της κοπριάς.»
Από το «Ich bebe όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα» του Θανάση Τριαρίδη. Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο on line, όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του.
Filed under: Uncategorized | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ